- κεδνάν
- κεδνά̱ν , κεδνόςcarefulfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… … Dictionary of Greek
κατακρύπτω — (AM κατακρύπτω Α και κατακρύφω) κρύβω κάτι τελείως, κατακαλύπτω («τούς... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», Ομ. Οδ.) μσν. αρχ. 1. περιβάλλω, καλύπτω («κατακρύπτει δ οὐ κόνις συγγόνων κεδνάν χάριν», Πίνδ.) 2. κρύβομαι 3. (για τους θεούς) κρύβω… … Dictionary of Greek
κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 … Dictionary of Greek